ισημέριος

ισημέριος
-ία, -ον (ΑΜ ἰσημέριος, -ία, -ον, Α δωρ. τ. ἰσαμέριος, -ον)
το θηλ. ως ουσ. η ισημερία
η εξίσωση τής χρονικής διάρκειας ημέρας και νύχτας, που είναι διαρκής στον ισημερινό*, ενώ σε όλα τα άλλα πλάτη και για όλη τη Γη συμβαίνει δύο φορές το έτος, δηλαδή στις 21 Μαρτίου (εαρινή ισημερία) και στις 22 Σεπτεμβρίου (φθινοπωρινή ισημερία), οπότε ο Ήλιος περνά πάνω από τα ισημερινά σημεία (το εαρινό και το φθινοπωρινό, αντίστοιχα) και επομένως κατά την ημερήσια πορεία του διαγράφει τον ισημερινό
αρχ.
1. (ο δωρ. τ.) ἰσαμέριος, -ον
αυτός που διαρκεί ίσο διάστημα χρόνου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσημέριον
η ισημερία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + ἡμέριος, ἡμερία, ἡμέριον (< ἡμέρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ισαμέριος — ἰσαμέριος, ον (Α) (δωρ. τ.) βλ. ισημέριος …   Dictionary of Greek

  • ισημέριον — ἰσημέριον, τὸ (Α) βλ. ισημέριος …   Dictionary of Greek

  • ισημερία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται καθεμία από τις δύο ημερομηνίες του έτους κατά τις οποίες η διάρκεια της ημέρας είναι ίση με τη διάρκεια της νύχτας σε όλη τη Γη. Αυτό συμβαίνει όταν ο Ήλιος βρίσκεται ακριβώς πάνω από τον ισημερινό. Στο διάστημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”